- ευεξέταστος
- -η, -ο (Α εὐεξέταστος, -ον)αυτός που εξετάζεται ή εξακριβώνεται εύκολα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
εὐεξέταστος — easy to criticize masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐεξετάστῳ — εὐεξέταστος easy to criticize masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)